Anonymous

ἁπλῶς: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁπλῶς:''' επίρρ. του [[ἁπλοῦς]], Λατ. [[simpliciter]].<br /><b class="num">I.</b> μόνον, με έναν και μοναδικό τρόπο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[απλώς]], [[σαφώς]], ευκρινώς, ειλικρινώς, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλώς]], εντελώς, [[ἁπλῶς]] ἀδύνατον, σε Θουκ.· [[οὐδεμία]] [[ἁπλῶς]], απολύτως καμία, στον ίδ.· ὅσ' ἐστὶν ἀγαθὰ [[ἁπλῶς]], όλα όσα υπάρχουν ανεξαιρέτως, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> με μια [[λέξη]], με [[συντομία]], συνοπτικά, Λατ. [[donique]], σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''ἁπλῶς:''' επίρρ. του [[ἁπλοῦς]], Λατ. [[simpliciter]].<br /><b class="num">I.</b> μόνον, με έναν και μοναδικό τρόπο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[απλώς]], [[σαφώς]], ευκρινώς, ειλικρινώς, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλώς]], εντελώς, [[ἁπλῶς]] ἀδύνατον, σε Θουκ.· [[οὐδεμία]] [[ἁπλῶς]], απολύτως καμία, στον ίδ.· ὅσ' ἐστὶν ἀγαθὰ [[ἁπλῶς]], όλα όσα υπάρχουν ανεξαιρέτως, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> με μια [[λέξη]], με [[συντομία]], συνοπτικά, Λατ. [[donique]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁπλῶς:''' <b class="num">1)</b> просто Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> прямо, напрямик, без обиняков Xen., Dem., Polyb.;<br /><b class="num">3)</b> простодушно, наивно Isocr.;<br /><b class="num">4)</b> без прикрас, без затей, безыскусственно (λέγειν Isocr.);<br /><b class="num">5)</b> вскользь, поверхностно ([[λίαν]] ἁ. πραγματεύειν Arst.);<br /><b class="num">6)</b> вообще: τὸ ἁ. ἀγαθόν Arst. благо вообще.
}}
}}