Anonymous

ἀποθρύπτω: Difference between revisions

From LSJ
3
(big3_5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[deshacer]], [[desmoronar]] γωνίας ἀπέθρυπτε πύργων I.<i>BI</i> 3.243<br /><b class="num">•</b>fig. [[desmoralizar]] τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι Pl.<i>R</i>.495C.
|dgtxt=[[deshacer]], [[desmoronar]] γωνίας ἀπέθρυπτε πύργων I.<i>BI</i> 3.243<br /><b class="num">•</b>fig. [[desmoralizar]] τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι Pl.<i>R</i>.495C.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποθρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[συντρίβω]] σε κομμάτια, [[θρυμματίζω]]· μεταφ. στην Παθ., <i>ἀποτεθρυμμένος</i>, αυτός που έχει σπασμένα τα [[νεύρα]] ή το ηθικό του, αποδυναμωμένος, σε Πλάτ.
}}
}}