3,274,919
edits
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποθρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[συντρίβω]] σε κομμάτια, [[θρυμματίζω]]· μεταφ. στην Παθ., <i>ἀποτεθρυμμένος</i>, αυτός που έχει σπασμένα τα [[νεύρα]] ή το ηθικό του, αποδυναμωμένος, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀποθρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[συντρίβω]] σε κομμάτια, [[θρυμματίζω]]· μεταφ. στην Παθ., <i>ἀποτεθρυμμένος</i>, αυτός που έχει σπασμένα τα [[νεύρα]] ή το ηθικό του, αποδυναμωμένος, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποθρύπτω:''' надламывать, сокрушать (τὰς ψυχὰς ἀποτεθρυμμένοι Plat.). | |||
}} | }} |