Anonymous

ἄπλαστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπλαστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[ζύμη]]) αυτός που δεν έχει ή δεν [[είναι]] εύκολο (ή δυνατόν) να πλαστεί<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει λάβει την οριστική του [[μορφή]], [[ασχημάτιστος]]<br /><b>3.</b> [[απλός]], [[αβίαστος]], [[ειλικρινής]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για [[γνώμη]]) ακαταστάλαχτος, [[ανόητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν ανήκει σε [[πλάσμα]] [[αλλά]] στον ίδιο τον Πλάστη, τον Θεό, ο [[θεϊκός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο Άπλαστος</i><br />ο Θεός.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπλαστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[ζύμη]]) αυτός που δεν έχει ή δεν [[είναι]] εύκολο (ή δυνατόν) να πλαστεί<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει λάβει την οριστική του [[μορφή]], [[ασχημάτιστος]]<br /><b>3.</b> [[απλός]], [[αβίαστος]], [[ειλικρινής]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για [[γνώμη]]) ακαταστάλαχτος, [[ανόητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν ανήκει σε [[πλάσμα]] [[αλλά]] στον ίδιο τον Πλάστη, τον Θεό, ο [[θεϊκός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο Άπλαστος</i><br />ο Θεός.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄπλαστος:''' -ον, αυτός που δεν έχει γίνει [[αντικείμενο]] μορφοποίησης, δηλ. αυτός που βρίσκεται στη [[φυσική]] του [[κατάσταση]], [[φυσικός]], [[ανεπηρέαστος]], σε Πλούτ.
}}
}}