3,277,309
edits
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄπαστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει φάει ή απέχει από την [[τροφή]], ο [[άσιτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει γευθεί ή δοκιμάσει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[πατέομαι]] «[[τρώω]] ή [[πίνω]] από [[κάτι]], [[γεύομαι]] [[κάτι]]»]. | |mltxt=[[ἄπαστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει φάει ή απέχει από την [[τροφή]], ο [[άσιτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει γευθεί ή δοκιμάσει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[πατέομαι]] «[[τρώω]] ή [[πίνω]] από [[κάτι]], [[γεύομαι]] [[κάτι]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄπαστος:''' -ον ([[πατέομαι]]), αυτός που δεν έχει φάει, που απέχει από την [[τροφή]], που νηστεύει, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., [[ἄπαστος]] ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, [[χωρίς]] να έχει γευτεί [[φαγητό]] ή ποτό, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |