3,277,309
edits
(3) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄπαστος:''' -ον ([[πατέομαι]]), αυτός που δεν έχει φάει, που απέχει από την [[τροφή]], που νηστεύει, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., [[ἄπαστος]] ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, [[χωρίς]] να έχει γευτεί [[φαγητό]] ή ποτό, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἄπαστος:''' -ον ([[πατέομαι]]), αυτός που δεν έχει φάει, που απέχει από την [[τροφή]], που νηστεύει, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., [[ἄπαστος]] ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, [[χωρίς]] να έχει γευτεί [[φαγητό]] ή ποτό, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄπαστος:''' не евший, голодный Hom., Arst.: ἄ. ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Hom., HH ничего не евший и не пивший. | |||
}} | }} |