Anonymous

ἀπόκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀπόκειμαι]], νεοελλ. [[συνήθως]] απρόσωπο: απόκειται) [[κείμαι]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] τοποθετημένος σε ασφαλές [[μέρος]]<br /><b>2.</b> «απόκειται σ' εμένα» — [[είναι]] [[χρέος]] μου, [[οφείλω]] να<br /><b>3.</b> «απόκειται σε κάποιον» — [[είναι]] στο [[χέρι]] του, εξαρτάται από την [[κρίση]] του<br /><b>μσν.</b><br />[[είμαι]] [[ακάλυπτος]], [[απροστάτευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είμαι]] παραμελημένος.
|mltxt=(AM [[ἀπόκειμαι]], νεοελλ. [[συνήθως]] απρόσωπο: απόκειται) [[κείμαι]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] τοποθετημένος σε ασφαλές [[μέρος]]<br /><b>2.</b> «απόκειται σ' εμένα» — [[είναι]] [[χρέος]] μου, [[οφείλω]] να<br /><b>3.</b> «απόκειται σε κάποιον» — [[είναι]] στο [[χέρι]] του, εξαρτάται από την [[κρίση]] του<br /><b>μσν.</b><br />[[είμαι]] [[ακάλυπτος]], [[απροστάτευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είμαι]] παραμελημένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόκειμαι:''' μέλ. <i>-κείσομαι</i>, χρησιμ. ως Παθ. του [[ἀποτίθημι]], βρίσκομαι [[μακριά]] από· απόλ., είμαι συσσωρευμένος, αποθησαυρισμένος, σε Σοφ., Ξεν.· [[πολύς]] σοι ([[γέλως]]) <i>ἐστὶν ἀποκείμενος</i>, έχεις συσσωρευμένο [[πολύ]] [[γέλιο]] μέσα [[σου]] (και δεν το εξωτερικεύεις), σε Ξεν.
}}
}}