3,274,216
edits
(5) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἀπόκειμαι]], νεοελλ. [[συνήθως]] απρόσωπο: απόκειται) [[κείμαι]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] τοποθετημένος σε ασφαλές [[μέρος]]<br /><b>2.</b> «απόκειται σ' εμένα» — [[είναι]] [[χρέος]] μου, [[οφείλω]] να<br /><b>3.</b> «απόκειται σε κάποιον» — [[είναι]] στο [[χέρι]] του, εξαρτάται από την [[κρίση]] του<br /><b>μσν.</b><br />[[είμαι]] [[ακάλυπτος]], [[απροστάτευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είμαι]] παραμελημένος. | |mltxt=(AM [[ἀπόκειμαι]], νεοελλ. [[συνήθως]] απρόσωπο: απόκειται) [[κείμαι]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] τοποθετημένος σε ασφαλές [[μέρος]]<br /><b>2.</b> «απόκειται σ' εμένα» — [[είναι]] [[χρέος]] μου, [[οφείλω]] να<br /><b>3.</b> «απόκειται σε κάποιον» — [[είναι]] στο [[χέρι]] του, εξαρτάται από την [[κρίση]] του<br /><b>μσν.</b><br />[[είμαι]] [[ακάλυπτος]], [[απροστάτευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είμαι]] παραμελημένος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπόκειμαι:''' μέλ. <i>-κείσομαι</i>, χρησιμ. ως Παθ. του [[ἀποτίθημι]], βρίσκομαι [[μακριά]] από· απόλ., είμαι συσσωρευμένος, αποθησαυρισμένος, σε Σοφ., Ξεν.· [[πολύς]] σοι ([[γέλως]]) <i>ἐστὶν ἀποκείμενος</i>, έχεις συσσωρευμένο [[πολύ]] [[γέλιο]] μέσα [[σου]] (και δεν το εξωτερικεύεις), σε Ξεν. | |||
}} | }} |