Anonymous

ἀπαμελέομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(6_20)
(3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπᾰμελέομαι''': παθ. [[ὅλως]] ἀμελοῦμαι, ἀπημελημένον… καὶ ῥάκεσι ἐσθημένον Ἡρόδ. 3. 129, 132, Σοφ. Φ. 652.
|lstext='''ἀπᾰμελέομαι''': παθ. [[ὅλως]] ἀμελοῦμαι, ἀπημελημένον… καὶ ῥάκεσι ἐσθημένον Ἡρόδ. 3. 129, 132, Σοφ. Φ. 652.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπᾰμελέομαι:''' ([[ἀμελέω]]), Παθ., είμαι εντελώς παραμελημένος ή εγκαταλελειμμένος, Παθ. μτχ. <i>ἀπημελημένος</i>, σε Ηρόδ., Σοφ.
}}
}}