Anonymous

ἀπαμελέομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπᾰμελέομαι:''' ([[ἀμελέω]]), Παθ., είμαι εντελώς παραμελημένος ή εγκαταλελειμμένος, Παθ. μτχ. <i>ἀπημελημένος</i>, σε Ηρόδ., Σοφ.
|lsmtext='''ἀπᾰμελέομαι:''' ([[ἀμελέω]]), Παθ., είμαι εντελώς παραμελημένος ή εγκαταλελειμμένος, Παθ. μτχ. <i>ἀπημελημένος</i>, σε Ηρόδ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπᾰμελέομαι:''' быть в пренебрежении, быть покинутым Her., Soph.
}}
}}