Anonymous

ἀποβάπτω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>βλ.</b> [[αποβάφω]].
|mltxt=<b>βλ.</b> [[αποβάφω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποβάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[βυθίζω]] [[κάτι]] αρκετά ή εντελώς στο [[νερό]] ή σε [[άλλο]] [[υγρό]], <i>ἑωυτόν</i>, σε Ηρόδ.· <i>τι εἴς τι</i>, στον ίδ.
}}
}}