Anonymous

ἀποβάπτω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποβάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[βυθίζω]] [[κάτι]] αρκετά ή εντελώς στο [[νερό]] ή σε [[άλλο]] [[υγρό]], <i>ἑωυτόν</i>, σε Ηρόδ.· <i>τι εἴς τι</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀποβάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[βυθίζω]] [[κάτι]] αρκετά ή εντελώς στο [[νερό]] ή σε [[άλλο]] [[υγρό]], <i>ἑωυτόν</i>, σε Ηρόδ.· <i>τι εἴς τι</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποβάπτω:''' погружать, окунать (τι и τινὰ εἴς τι Her., Arst., Plut., τί τινι и τι ἔν τινι Arst.).
}}
}}