Anonymous

ἀποδιδράσκω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀποδιδράσκω]])<br />(νεοελλ., [[άχρηστος]] ο ενεστ. κ. ο πρτ.) [[δραπετεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φεύγω]] [[μακριά]] τρέχοντας, [[διαφεύγω]]<br /><b>2.</b> [[αποφεύγω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[λιποτακτώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διδράσκω]]<br />σπάνια χρησιμοποιείται ως απλό<br />οι ρηματικοί του τύποι [[συνήθως]] σύνθετοι με την πρόθ. <i>από</i>].
|mltxt=(AM [[ἀποδιδράσκω]])<br />(νεοελλ., [[άχρηστος]] ο ενεστ. κ. ο πρτ.) [[δραπετεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φεύγω]] [[μακριά]] τρέχοντας, [[διαφεύγω]]<br /><b>2.</b> [[αποφεύγω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[λιποτακτώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διδράσκω]]<br />σπάνια χρησιμοποιείται ως απλό<br />οι ρηματικοί του τύποι [[συνήθως]] σύνθετοι με την πρόθ. <i>από</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδῐδράσκω:''' Ιων. -διδρήσκω, μέλ. -[[δράσομαι]], Ιων. <i>-δρήσομαι</i>· αόρ. βʹ <i>ἀπ-έδραν</i>, Ιων. <i>-έδρην</i>, προστ. <i>ἀπόδρᾱθι</i>, απαρ. <i>ἀποδρᾶναι</i>, Ιων. <i>-δρῆναι</i>, μτχ. [[ἀποδράς]]·<br /><b class="num">1.</b> [[πραγματοποιώ]] [[απόδραση]], [[ξεφεύγω]], [[διαφεύγω]], «το [[σκάω]]», [[ιδίως]] [[κρυφά]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για δραπέτες δούλους, σε Ξεν.· λέγεται για στρατιώτες, [[λιποτακτώ]], στον ίδ.·<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[αποφεύγω]], γλιτώνω, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}