Anonymous

ἀποδιδράσκω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδῐδράσκω:''' Ιων. -διδρήσκω, μέλ. -[[δράσομαι]], Ιων. <i>-δρήσομαι</i>· αόρ. βʹ <i>ἀπ-έδραν</i>, Ιων. <i>-έδρην</i>, προστ. <i>ἀπόδρᾱθι</i>, απαρ. <i>ἀποδρᾶναι</i>, Ιων. <i>-δρῆναι</i>, μτχ. [[ἀποδράς]]·<br /><b class="num">1.</b> [[πραγματοποιώ]] [[απόδραση]], [[ξεφεύγω]], [[διαφεύγω]], «το [[σκάω]]», [[ιδίως]] [[κρυφά]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για δραπέτες δούλους, σε Ξεν.· λέγεται για στρατιώτες, [[λιποτακτώ]], στον ίδ.·<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[αποφεύγω]], γλιτώνω, σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''ἀποδῐδράσκω:''' Ιων. -διδρήσκω, μέλ. -[[δράσομαι]], Ιων. <i>-δρήσομαι</i>· αόρ. βʹ <i>ἀπ-έδραν</i>, Ιων. <i>-έδρην</i>, προστ. <i>ἀπόδρᾱθι</i>, απαρ. <i>ἀποδρᾶναι</i>, Ιων. <i>-δρῆναι</i>, μτχ. [[ἀποδράς]]·<br /><b class="num">1.</b> [[πραγματοποιώ]] [[απόδραση]], [[ξεφεύγω]], [[διαφεύγω]], «το [[σκάω]]», [[ιδίως]] [[κρυφά]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για δραπέτες δούλους, σε Ξεν.· λέγεται για στρατιώτες, [[λιποτακτώ]], στον ίδ.·<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[αποφεύγω]], γλιτώνω, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδιδράσκω:''' ион. [[ἀποδιδρήσκω]] (fut. ἀποδράσομαι, aor. 2 [[ἀπέδραν]])<br /><b class="num">1)</b> тайно убегать, незаметно ускользать ([[νηός]] и ἔκ [[νηός]] Hom.; ἐκ τῆς Σάμου и ἐς Σάμον Her.; ἐκ Θουρίων εἰς Πελοπόννησον, τοὺς [[φύλακας]] Plut.): τὸ ἀποδιδράσκοντα μὴ δύνασθαι ἀποδρᾶναι Plat. неудачная попытка скрыться;<br /><b class="num">2)</b> уклоняться, избегать (τινά Her., Thuc.; τι Soph., Dem., Plut.);<br /><b class="num">3)</b> обходить (τὸν νόμον Arst.);<br /><b class="num">4)</b> переходить (ἀπὸ τῶν νοητῶν ἐπὶ τὰ αἰσθητά Plut.).
}}
}}