Anonymous

ἀπόγαιος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6_12)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόγαιος''': ἰδὲ [[ἀπόγειος]].
|lstext='''ἀπόγαιος''': ἰδὲ [[ἀπόγειος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόγαιος:''' ή -γειος, -ον (γῆ), αυτός που προέρχεται από την [[ξηρά]]· <i>ἀπόγειον</i> ή [[ἀπόγαιον]], <i>τό</i>, χοντρό [[σκοινί]], [[παλαμάρι]], μέσω του οποίου το [[πλοίο]] προσδένεται στην [[ξηρά]], σε Λουκ.
}}
}}