Anonymous

ἀπόγαιος: Difference between revisions

From LSJ
1a
(3)
(1a)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόγαιος:''' ή -γειος, -ον (γῆ), αυτός που προέρχεται από την [[ξηρά]]· <i>ἀπόγειον</i> ή [[ἀπόγαιον]], <i>τό</i>, χοντρό [[σκοινί]], [[παλαμάρι]], μέσω του οποίου το [[πλοίο]] προσδένεται στην [[ξηρά]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀπόγαιος:''' ή -γειος, -ον (γῆ), αυτός που προέρχεται από την [[ξηρά]]· <i>ἀπόγειον</i> ή [[ἀπόγαιον]], <i>τό</i>, χοντρό [[σκοινί]], [[παλαμάρι]], μέσω του οποίου το [[πλοίο]] προσδένεται στην [[ξηρά]], σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[γῆ]<br />from [[land]]: ἀπόγειον or [[ἀπόγαιον]], ου, τό, a [[morning]] [[cable]], Luc.
}}
}}