3,273,024
edits
(6) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀργός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[στιλπνός]], [[λαμπρός]], [[γυαλιστερός]]<br /><b>2.</b> [[ταχύς]], γρήγορος<br /><b>3.</b> [[λευκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[αργός]] (Ι) συνδέεται με το <b>αρχ. ινδ.</b> επίθ. <i>rj</i> -<i>ra</i> - «[[λαμπρός]]» και προήλθε ανομοιωτικά από <i>αργρός</i>, [[πράγμα]] που πιστοποιεί η εμφάνισή του στο α' συνθετικό αρχαίων λέξεων με τη [[μορφή]] <i>αργι</i> - ([[νόμος]] Caland -Wackernagel). Η [[διπλή]] [[σημασία]] της λ. («[[λαμπρός]]», «[[ταχύς]]») γεννά το [[ερώτημα]] αν προέρχεται από την [[ίδια]] ή από διαφορετικές ρίζες. Επικρατέστερη φαίνεται η [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία η [[έννοια]] της λάμψης (και της λευκότητας) απορρέει από αυτήν της ταχείας κίνησης. Πρόκειται δηλ. για δύο διαφορετικές σημασίες μιας και της αυτής λέξης, όπου σημειώθηκε μια πολύ πρώιμη [[μεταβολή]] σημασίας, [[κατά]] την οποία η [[έννοια]] της κίνησης παραγκωνίστηκε [[τελείως]]. Ακόμη προτιμότερη [[είναι]] η [[αποδοχή]] μιας ρίζας, η οποία εκφράζει συγχρόνως τόσο τη [[λαμπρότητα]] όσο και την [[ταχύτητα]] της κίνησης (<b>[[πρβλ]].</b> <b>(γερμ.)</b> <i>blitzschnell</i> «αστραπιαία», [[αργικέραυνος]]). Όσοι δέχονται δύο διαφορετικές ρίζες αδυνατούν να αιτιολογήσουν ετυμολογικά τη [[σημασία]] «[[ταχύς]], γρήγορος». Το θ. <i>αργ</i>-, που απαντά σε μια [[σειρά]] συναφών [[προς]] το [[αργός]] (Ι) λέξεων (<b>[[πρβλ]].</b> [[αργεννός]], [[αργεστής]] <b>κ.ά.</b>) και με [[παρέκταση]] στο <i>αργυ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[άργυρος]], [[άργυφος]]), απαντά [[επίσης]] σε αρκετές λέξεις άλλων γλωσσών (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>argentum</i> «[[άργυρος]]», αρχ. ινδ. <i>arjuna</i> - «[[λευκός]], [[φωτεινός]]», τοχ. A' <i>ā</i><i>rki</i>, B <i>arkwi</i> «[[λευκός]]», χεττ. <i>harkiš</i> «[[λευκός]], [[φωτεινός]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αργαίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθ.) <b>αρχ.</b> [[αργόθριξ]], [[αργόχρως]]<br />β' συνθετ.) [[κνήμαργος]], [[λέπαργος]], <i>λίθαργος</i>, [[λίταργος]], [[νίφαργος]], [[πελαργός]], [[πύγαργος]], [[πόδαργος]], [[χαλαργός]].———————— <b>(II)</b><br />-ή, -ό (AM [[ἀργός]], -ή, -όν)<br />αυτός που δεν εργάζεται, [[οκνηρός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος κινείται [[αργά]], [[βραδυκίνητος]]<br /><b>2.</b> [[απρόθυμος]]<br /><b>3.</b> (για [[μέλος]] του σώματος) [[ακίνητος]], [[αναίσθητος]]<br /><b>4.</b> (για ιερείς) αυτός που καταδικάστηκε σε [[αργία]], που έχασε το [[δικαίωμα]] να ιερουργεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για στρατιωτικούς) αυτός που παύει να [[είναι]] [[αξιωματικός]] εξαιτίας απόλυσης ή πρόσκαιρης παύσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν εργάζεται, που δεν γεωργεί τη γη, [[άνεργος]], [[αδρανής]]<br /><b>2.</b> [[ελεύθερος]], απαλλαγμένος από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για χρήματα) αυτός που δεν τοκίζεται, που δεν αποφέρει [[εισόδημα]]<br /><b>4.</b> (για γη) [[αγεώργητος]], [[ακαλλιέργητος]], [[χέρσος]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) [[ακατέργαστος]], [[αδούλευτος]]<br />β) [[ασυντέλεστος]], [[ακάμωτος]]<br />γ) (για [[συζήτηση]]) αυτός που δεν έχει συζητηθεί, που μένει [[ακόμη]] [[ασυζήτητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αεργός]], με [[συναίρεση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άεθλον]], <i>άθλον</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αργεύω]], [[αργία]], [[αργώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αργότης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αργώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αργά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αργολογώ]], [[αργομέτωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αργοποιός]], [[αργοτροφώ]], [[αργοφάγος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αργοφωνία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αργοπορώ]], [[αργοπορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αργοκηρήθρα]], [[αργοκυλώ]], [[αργόμισθος]], [[αργοσαλεύω]], [[αργοσέρνομαι]], [[αργόσχολος]], <i>αργοφλογιστία</i>, [[αργοψήνω]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀργός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[στιλπνός]], [[λαμπρός]], [[γυαλιστερός]]<br /><b>2.</b> [[ταχύς]], γρήγορος<br /><b>3.</b> [[λευκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[αργός]] (Ι) συνδέεται με το <b>αρχ. ινδ.</b> επίθ. <i>rj</i> -<i>ra</i> - «[[λαμπρός]]» και προήλθε ανομοιωτικά από <i>αργρός</i>, [[πράγμα]] που πιστοποιεί η εμφάνισή του στο α' συνθετικό αρχαίων λέξεων με τη [[μορφή]] <i>αργι</i> - ([[νόμος]] Caland -Wackernagel). Η [[διπλή]] [[σημασία]] της λ. («[[λαμπρός]]», «[[ταχύς]]») γεννά το [[ερώτημα]] αν προέρχεται από την [[ίδια]] ή από διαφορετικές ρίζες. Επικρατέστερη φαίνεται η [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία η [[έννοια]] της λάμψης (και της λευκότητας) απορρέει από αυτήν της ταχείας κίνησης. Πρόκειται δηλ. για δύο διαφορετικές σημασίες μιας και της αυτής λέξης, όπου σημειώθηκε μια πολύ πρώιμη [[μεταβολή]] σημασίας, [[κατά]] την οποία η [[έννοια]] της κίνησης παραγκωνίστηκε [[τελείως]]. Ακόμη προτιμότερη [[είναι]] η [[αποδοχή]] μιας ρίζας, η οποία εκφράζει συγχρόνως τόσο τη [[λαμπρότητα]] όσο και την [[ταχύτητα]] της κίνησης (<b>[[πρβλ]].</b> <b>(γερμ.)</b> <i>blitzschnell</i> «αστραπιαία», [[αργικέραυνος]]). Όσοι δέχονται δύο διαφορετικές ρίζες αδυνατούν να αιτιολογήσουν ετυμολογικά τη [[σημασία]] «[[ταχύς]], γρήγορος». Το θ. <i>αργ</i>-, που απαντά σε μια [[σειρά]] συναφών [[προς]] το [[αργός]] (Ι) λέξεων (<b>[[πρβλ]].</b> [[αργεννός]], [[αργεστής]] <b>κ.ά.</b>) και με [[παρέκταση]] στο <i>αργυ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[άργυρος]], [[άργυφος]]), απαντά [[επίσης]] σε αρκετές λέξεις άλλων γλωσσών (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>argentum</i> «[[άργυρος]]», αρχ. ινδ. <i>arjuna</i> - «[[λευκός]], [[φωτεινός]]», τοχ. A' <i>ā</i><i>rki</i>, B <i>arkwi</i> «[[λευκός]]», χεττ. <i>harkiš</i> «[[λευκός]], [[φωτεινός]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αργαίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθ.) <b>αρχ.</b> [[αργόθριξ]], [[αργόχρως]]<br />β' συνθετ.) [[κνήμαργος]], [[λέπαργος]], <i>λίθαργος</i>, [[λίταργος]], [[νίφαργος]], [[πελαργός]], [[πύγαργος]], [[πόδαργος]], [[χαλαργός]].———————— <b>(II)</b><br />-ή, -ό (AM [[ἀργός]], -ή, -όν)<br />αυτός που δεν εργάζεται, [[οκνηρός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος κινείται [[αργά]], [[βραδυκίνητος]]<br /><b>2.</b> [[απρόθυμος]]<br /><b>3.</b> (για [[μέλος]] του σώματος) [[ακίνητος]], [[αναίσθητος]]<br /><b>4.</b> (για ιερείς) αυτός που καταδικάστηκε σε [[αργία]], που έχασε το [[δικαίωμα]] να ιερουργεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για στρατιωτικούς) αυτός που παύει να [[είναι]] [[αξιωματικός]] εξαιτίας απόλυσης ή πρόσκαιρης παύσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν εργάζεται, που δεν γεωργεί τη γη, [[άνεργος]], [[αδρανής]]<br /><b>2.</b> [[ελεύθερος]], απαλλαγμένος από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για χρήματα) αυτός που δεν τοκίζεται, που δεν αποφέρει [[εισόδημα]]<br /><b>4.</b> (για γη) [[αγεώργητος]], [[ακαλλιέργητος]], [[χέρσος]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) [[ακατέργαστος]], [[αδούλευτος]]<br />β) [[ασυντέλεστος]], [[ακάμωτος]]<br />γ) (για [[συζήτηση]]) αυτός που δεν έχει συζητηθεί, που μένει [[ακόμη]] [[ασυζήτητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αεργός]], με [[συναίρεση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άεθλον]], <i>άθλον</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αργεύω]], [[αργία]], [[αργώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αργότης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αργώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αργά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αργολογώ]], [[αργομέτωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αργοποιός]], [[αργοτροφώ]], [[αργοφάγος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αργοφωνία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αργοπορώ]], [[αργοπορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αργοκηρήθρα]], [[αργοκυλώ]], [[αργόμισθος]], [[αργοσαλεύω]], [[αργοσέρνομαι]], [[αργόσχολος]], <i>αργοφλογιστία</i>, [[αργοψήνω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀργός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[αστραφτερός]], [[λαμπερός]], [[γυαλιστερός]], Λατ. [[nitidus]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[λευκός]], σε Αριστ. (Από τη [[σημασία]] αυτή προέρχονται οι λέξεις [[ἄργυρος]], <i>ἄργῑλος</i>). II. <i>[[πόδας]] ἀργοί</i>, ως επίθ. των κυνηγετικών σκύλων, [[ταχυκίνητος]], [[γοργοπόδαρος]], [[καθώς]] [[κάθε]] γρήγορη [[κίνηση]] προκαλεί ένα είδος αστραπής στα μάτια, που βλέπουν [[κάτι]] ως λαμπερό ή αστραφτερό, σε Όμηρ.<br /><b class="num">• [[ἀργός]]:</b> όν (συνηρ. του <i>ἀ-εργός</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν καλλιεργεί τη γη, που ζει [[χωρίς]] να μοχθεί, σε Ηρόδ.· συνεκδοχικά γενικά, [[ανενεργός]], [[ράθυμος]], [[αδρανής]], [[οκνηρός]], [[τεμπέλης]], σε Σοφ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., [[ελεύθερος]], απαλλαγμένος από [[κάτι]], σε Ευρ., Πλάτ.· επίσης, <i>ἀργότεραι ἐς τὸ δρᾶν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη γη, αυτή που μένει ακαλλιέργητη, χέρσα, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ατέλεστος]], αυτός που έχει μείνει [[ανεκτέλεστος]], Λατ. [[infectus]], σε Σοφ., Ευρ.· <i>οὐκ ἐν ἀργοῖς</i>, όχι [[ανάμεσα]] σε αυτά που παραμελήθηκαν, σε Σοφ. | |||
}} | }} |