Anonymous

ἀργός: Difference between revisions

From LSJ
1,513 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀργός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[αστραφτερός]], [[λαμπερός]], [[γυαλιστερός]], Λατ. [[nitidus]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[λευκός]], σε Αριστ. (Από τη [[σημασία]] αυτή προέρχονται οι λέξεις [[ἄργυρος]], <i>ἄργῑλος</i>). II. <i>[[πόδας]] ἀργοί</i>, ως επίθ. των κυνηγετικών σκύλων, [[ταχυκίνητος]], [[γοργοπόδαρος]], [[καθώς]] [[κάθε]] γρήγορη [[κίνηση]] προκαλεί ένα είδος αστραπής στα μάτια, που βλέπουν [[κάτι]] ως λαμπερό ή αστραφτερό, σε Όμηρ.<br /><b class="num">• [[ἀργός]]:</b> όν (συνηρ. του <i>ἀ-εργός</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν καλλιεργεί τη γη, που ζει [[χωρίς]] να μοχθεί, σε Ηρόδ.· συνεκδοχικά γενικά, [[ανενεργός]], [[ράθυμος]], [[αδρανής]], [[οκνηρός]], [[τεμπέλης]], σε Σοφ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., [[ελεύθερος]], απαλλαγμένος από [[κάτι]], σε Ευρ., Πλάτ.· επίσης, <i>ἀργότεραι ἐς τὸ δρᾶν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη γη, αυτή που μένει ακαλλιέργητη, χέρσα, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ατέλεστος]], αυτός που έχει μείνει [[ανεκτέλεστος]], Λατ. [[infectus]], σε Σοφ., Ευρ.· <i>οὐκ ἐν ἀργοῖς</i>, όχι [[ανάμεσα]] σε αυτά που παραμελήθηκαν, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀργός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[αστραφτερός]], [[λαμπερός]], [[γυαλιστερός]], Λατ. [[nitidus]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[λευκός]], σε Αριστ. (Από τη [[σημασία]] αυτή προέρχονται οι λέξεις [[ἄργυρος]], <i>ἄργῑλος</i>). II. <i>[[πόδας]] ἀργοί</i>, ως επίθ. των κυνηγετικών σκύλων, [[ταχυκίνητος]], [[γοργοπόδαρος]], [[καθώς]] [[κάθε]] γρήγορη [[κίνηση]] προκαλεί ένα είδος αστραπής στα μάτια, που βλέπουν [[κάτι]] ως λαμπερό ή αστραφτερό, σε Όμηρ.<br /><b class="num">• [[ἀργός]]:</b> όν (συνηρ. του <i>ἀ-εργός</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν καλλιεργεί τη γη, που ζει [[χωρίς]] να μοχθεί, σε Ηρόδ.· συνεκδοχικά γενικά, [[ανενεργός]], [[ράθυμος]], [[αδρανής]], [[οκνηρός]], [[τεμπέλης]], σε Σοφ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., [[ελεύθερος]], απαλλαγμένος από [[κάτι]], σε Ευρ., Πλάτ.· επίσης, <i>ἀργότεραι ἐς τὸ δρᾶν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη γη, αυτή που μένει ακαλλιέργητη, χέρσα, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ατέλεστος]], αυτός που έχει μείνει [[ανεκτέλεστος]], Λατ. [[infectus]], σε Σοφ., Ευρ.· <i>οὐκ ἐν ἀργοῖς</i>, όχι [[ανάμεσα]] σε αυτά που παραμελήθηκαν, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργός:''' белый, блистающий, сверкающий ([[χήν]] Hom.; ἀντὶ λευκοῦ ἀργόν, sc. λέγειν Arst.).<br />быстрый, резвый, проворный (κύνες Hom.).<br />и 3 [стяж. к [[ἀεργός]]<br /><b class="num">1)</b> бездеятельный, праздный, ленивый (τινος Eur., περί τι Plat., Plut. и πρός τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> вялый, медленный, затяжной ([[πόλεμος]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> невозделываемый, необработанный ([[χώρα]] Xen., Arst.; ἀργὰ τῆς γῆς Plut.);<br /><b class="num">4)</b> лежащий без дела, не приносящий прибыли, непроизводительный (χρήματα Dem.);<br /><b class="num">5)</b> бесполезный, бесплодный ([[διατριβή]] Arph., Isocr.): [[δόρυ]] ἀργόν Eur. копье, не наносящее ран;<br /><b class="num">6)</b> неспособный, не(при)годный (ἐς τὸ δρᾶν τι Thuc.: ἐπί и πρός τι Plut.);<br /><b class="num">7)</b> несостоявшийся, несовершившийся ([[μάχη]] Plat.): οὐκ ἐν ἀργοῖς πράττεσθαί τι Soph. не упустить чего-л.; ἓν δ᾽ ἐστὶν [[ἡμῖν]] ἀργόν Eur. нам остается сделать лишь одно.
}}
}}