Anonymous

ἀποτυμπανίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποτυμπανίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θανατώνω]] με αποτυμπανισμό<br /><b>2.</b> [[εξολοθρεύω]], [[εξοντώνω]].
|mltxt=[[ἀποτυμπανίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θανατώνω]] με αποτυμπανισμό<br /><b>2.</b> [[εξολοθρεύω]], [[εξοντώνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποτυμπᾰνίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i>, [[ξυλοκοπώ]], [[σκοτώνω]] στο [[ξύλο]], κάνω κάποιον «[[τούμπανο]]» στο [[ξύλο]], [[υποβάλλω]] κάποιον στο [[βασανιστήριο]] της [[φάλαγγας]], σε Δημ.
}}
}}