Anonymous

ἀποτυμπανίζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποτυμπᾰνίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i>, [[ξυλοκοπώ]], [[σκοτώνω]] στο [[ξύλο]], κάνω κάποιον «[[τούμπανο]]» στο [[ξύλο]], [[υποβάλλω]] κάποιον στο [[βασανιστήριο]] της [[φάλαγγας]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀποτυμπᾰνίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i>, [[ξυλοκοπώ]], [[σκοτώνω]] στο [[ξύλο]], κάνω κάποιον «[[τούμπανο]]» στο [[ξύλο]], [[υποβάλλω]] κάποιον στο [[βασανιστήριο]] της [[φάλαγγας]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποτυμπᾰνίζω:''' избивать палками, забивать до смерти Lys., Arst., Dem., Plut.
}}
}}