Anonymous

ἀπορρώξ: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπορρώξ]], (-ῶγος), ο, η (AM) [[απορρήγνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αποκοπεί, [[απότομος]], [[κρημνώδης]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[γκρεμός]], [[απότομος]] [[βράχος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[μέρος]], [[τμήμα]] που έχει αποσπαστεί<br /><b>4.</b> [[μέλος]] του σώματος<br /><b>5.</b> [[απόσταγμα]].
|mltxt=[[ἀπορρώξ]], (-ῶγος), ο, η (AM) [[απορρήγνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αποκοπεί, [[απότομος]], [[κρημνώδης]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[γκρεμός]], [[απότομος]] [[βράχος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[μέρος]], [[τμήμα]] που έχει αποσπαστεί<br /><b>4.</b> [[μέλος]] του σώματος<br /><b>5.</b> [[απόσταγμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπορρώξ:''' -ῶγος, ὁ, ἡ ([[ἀπορρήγνυμι]])·<br /><b class="num">I.</b> αποκομμένος, [[απότομος]], [[τραχύς]], [[απόκρημνος]], Λατ. [[praeruptus]], σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ως θηλ. ουσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[τεμάχιο]], [[μέρος]] που έχει αποσπαστεί· Στυγὸς [[ἀπορρώξ]], [[διακλάδωση]] των υδάτων της Στυγός, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀπορρῶξ νέκταρος</i>, [[εκροή]], [[απόσταγμα]], [[απόσταξη]], λέγεται για το [[νέκταρ]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}