Anonymous

ἀπορρώξ: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπορρώξ:''' -ῶγος, ὁ, ἡ ([[ἀπορρήγνυμι]])·<br /><b class="num">I.</b> αποκομμένος, [[απότομος]], [[τραχύς]], [[απόκρημνος]], Λατ. [[praeruptus]], σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ως θηλ. ουσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[τεμάχιο]], [[μέρος]] που έχει αποσπαστεί· Στυγὸς [[ἀπορρώξ]], [[διακλάδωση]] των υδάτων της Στυγός, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀπορρῶξ νέκταρος</i>, [[εκροή]], [[απόσταγμα]], [[απόσταξη]], λέγεται για το [[νέκταρ]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀπορρώξ:''' -ῶγος, ὁ, ἡ ([[ἀπορρήγνυμι]])·<br /><b class="num">I.</b> αποκομμένος, [[απότομος]], [[τραχύς]], [[απόκρημνος]], Λατ. [[praeruptus]], σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ως θηλ. ουσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[τεμάχιο]], [[μέρος]] που έχει αποσπαστεί· Στυγὸς [[ἀπορρώξ]], [[διακλάδωση]] των υδάτων της Στυγός, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀπορρῶξ νέκταρος</i>, [[εκροή]], [[απόσταγμα]], [[απόσταξη]], λέγεται για το [[νέκταρ]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπορρώξ:''' ῶγος adj. обрывистый, крутой (ἀκταί Hom.; [[πέτρα]] Xen.; [[κρημνός]] Plut.; [[ἄκρη]] Anth.).<br />ῶγος ἡ<br /><b class="num">1)</b> обрывистая скала, обрыв Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> ответвление реки, рукав (Στυγὸς [[ὕδατος]] Hom., Plut.);<br /><b class="num">3)</b> кусок, (подлинная) часть, отпрыск (ἀμβροσίης καὶ νέκταρος Hom.; Ἐρινύων Arph.; δίης φρενός Luc.).
}}
}}