Anonymous

ἀρέσκευμα: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρέσκευμα]], το (Α) [[αρεσκεύομαι]]<br />[[καλόπιασμα]], [[ενέργεια]] που κολακεύει κάποιον.
|mltxt=[[ἀρέσκευμα]], το (Α) [[αρεσκεύομαι]]<br />[[καλόπιασμα]], [[ενέργεια]] που κολακεύει κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρέσκευμα:''' -ατος, τό, [[πράξη]] που στοχεύει στο να ευχαριστήσει κάποιον, [[καλόπιασμα]], [[φιλοφροσύνη]], [[κολακεία]], σε Πλούτ.
}}
}}