Anonymous

ἀποκλύζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποκλύζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξεπλένω]] καλά, [[αποτρέπω]] [[κάτι]] με καθαρμούς.
|mltxt=[[ἀποκλύζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξεπλένω]] καλά, [[αποτρέπω]] [[κάτι]] με καθαρμούς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκλύζω:''' μέλ. <i>-ύσω</i>, [[αποπλύνω]], [[ξεπλένω]]· μεταφ. στη Μέσ., [[καθαίρω]], [[εξαγνίζω]], σε Πλάτ.· [[αποτρέπω]], [[εξορκίζω]] με καθαρτήριες τελετές, σε Αριστοφ.
}}
}}