Anonymous

ἀποκλύζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκλύζω:''' μέλ. <i>-ύσω</i>, [[αποπλύνω]], [[ξεπλένω]]· μεταφ. στη Μέσ., [[καθαίρω]], [[εξαγνίζω]], σε Πλάτ.· [[αποτρέπω]], [[εξορκίζω]] με καθαρτήριες τελετές, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀποκλύζω:''' μέλ. <i>-ύσω</i>, [[αποπλύνω]], [[ξεπλένω]]· μεταφ. στη Μέσ., [[καθαίρω]], [[εξαγνίζω]], σε Πλάτ.· [[αποτρέπω]], [[εξορκίζω]] με καθαρτήριες τελετές, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκλύζω:''' <b class="num">1)</b> смывать, омывать (ὄμβροις ἀποκλύζεσθαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> перен. отвращать искупительными обрядами ([[θεῖον]] [[ὄνειρον]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> med. смывать с себя, очищаться (ποτίμῳ λόγῳ ἁλμυρὰν ἀκοήν Plat., Plut.): [[πᾶν]] τὸ [[σῶμα]] τὰς τῶν φαρμάκων δυνάμεις ἀπέκλυζεν Diod. (Пелий) смыл со всего (своего) тела эти снадобья.
}}
}}