Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀρκετός: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀρκετός]], -ή, -όν) [[αρκώ]]<br />ο [[επαρκής]], ο [[ικανοποιητικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με αποδοκιμαστική [[σημασία]]) αυτός ο [[οποίος]] ξεπερνά το συνηθισμένο όριο ή αυτό που [[πρέπει]] («έχει αρκετή [[πονηρία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />το [[μέχρι]] το έσχατο όριο ανοχής, εκείνο που φτάνει πια.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀρκετός]], -ή, -όν) [[αρκώ]]<br />ο [[επαρκής]], ο [[ικανοποιητικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με αποδοκιμαστική [[σημασία]]) αυτός ο [[οποίος]] ξεπερνά το συνηθισμένο όριο ή αυτό που [[πρέπει]] («έχει αρκετή [[πονηρία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />το [[μέχρι]] το έσχατο όριο ανοχής, εκείνο που φτάνει πια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρκετός:''' -ή, -όν, [[ικανός]], [[επαρκής]], [[ικανοποιητικός]], σε Καινή Διαθήκη, Ανθ.
}}
}}