Anonymous

ἀριστερός: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀριστερός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό [[μέρος]] του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη [[γραμμή]] και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο [[ζερβός]] (αντίθετο: [[δεξιός]])<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται ή εκτείνεται [[προς]] την αριστερή [[πλευρά]] του παρατηρητή, σε [[αντίθεση]] με αυτόν που βρίσκεται [[προς]] τη [[δεξιά]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αριστερά</i><br />το αριστερό [[χέρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αριστερόχειρας]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως ουσ. μτφ.) ο [[αριστερός]]<br />αυτός που πρεσβεύει ριζοσπαστικές πολιτικές ή κοινωνιολογικές θεωρίες<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αριστερά</i><br />[[σύνολο]] προοδευτικών πολιτικών παρατάξεων<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.</b>) <i>αριστερά</i><br />[[προς]] το αριστερό [[χέρι]], [[προς]] την αριστερή [[κατεύθυνση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «η αριστερή [[πτέρυγα]] της βουλής» — η [[πτέρυγα]] της κοινοβουλευτικής αίθουσας όπου κάθεται η [[αντιπολίτευση]] και [[ιδίως]] τα ριζοσπαστικά κόμματα<br /><b>6.</b> «[[άκρα]] αριστερά» — οι επαναστατικότερες αριστερές παρατάξεις, οι εξτρεμιστές<br /><b>7.</b> «[[αριστερός]] [[γάμος]]» — ο [[μοργανατικός]] [[γάμος]], [[κατά]] τον οποίο παντρεύονται [[ένας]] άντρας αριστοκρατικής καταγωγής και μια [[γυναίκα]] από ταπεινότερα κοινωνικά στρώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προμηνύει [[κακό]] ή [[συμφορά]], ο [[δυσοίωνος]], ο [[απειλητικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπ' ἀριστερά» ή ([[απλώς]] η δοτ. ως επίρρ.) <i>τῷ ἀριστερῷ</i><br />λανθασμένα, όχι σωστά<br /><b>3.</b> (το ουδ. του πληθ. με τις προθέσεις <i>από</i>, <i>εις</i>, <i>επί</i> ως επίρρ.) [[προς]] την αριστερή [[κατεύθυνση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. σχηματίστηκε κατ' ευφημισμό (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευώνυμος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όνομα</i>) με την [[προσαρμογή]] του επιθήματος -<i>τερο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δεξιτερός]]) στον υπερθ. [[άριστος]] και κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[δεξιός]]. Οι όροι [[αριστερός]]-[[δεξιός]], γνωστοί ήδη από τον Όμηρο, συνδέθηκαν σημασιολογικά με την [[οιωνοσκοπία]], στην οποία επικρατούσε η [[αντίληψη]] ότι το [[πέταμα]] των πουλιών [[προς]] τη [[δεξιά]] [[πλευρά]] ήταν [[αίσιος]] [[οιωνός]], [[προμήνυμα]] ευτυχίας, εν αντιθέσει με το [[πέταμα]] [[προς]] τα αριστερά, που θεωρούνταν δυσοίωνο και [[προάγγελος]] συμφοράς. Ο όρος [[αριστερός]] απαντά κατ' ευφημισμό και σε άλλες γλώσσες<br /><b>[[πρβλ]].</b> σανσκρ. <i>san</i><i>ī</i><i>y</i><i>ā</i><i>n</i> «χρησιμότερος, [[αριστερός]]», λατ. <i>sinister</i> (πιθ. ευφημ.), αρχ. άνω γερμ. <i>winister</i>, ιταλ. <i>sinistro</i>, αβεστ. <i>vairyastar</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>vairya</i>- «ο [[άριστος]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αριστερίζω]], [[αριστερότης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α<i>'</i> συν θετικό) [[αριστεροστάτης]], <i>αριστερόχειρ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αριστερήνεμος]], [[αριστερόστροφος]]<br />(β<i>'</i> συνθετικό) [[επαρίστερος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφαρίστερος]], <i>εναρίστερος</i>].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀριστερός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό [[μέρος]] του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη [[γραμμή]] και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο [[ζερβός]] (αντίθετο: [[δεξιός]])<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται ή εκτείνεται [[προς]] την αριστερή [[πλευρά]] του παρατηρητή, σε [[αντίθεση]] με αυτόν που βρίσκεται [[προς]] τη [[δεξιά]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αριστερά</i><br />το αριστερό [[χέρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αριστερόχειρας]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως ουσ. μτφ.) ο [[αριστερός]]<br />αυτός που πρεσβεύει ριζοσπαστικές πολιτικές ή κοινωνιολογικές θεωρίες<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αριστερά</i><br />[[σύνολο]] προοδευτικών πολιτικών παρατάξεων<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.</b>) <i>αριστερά</i><br />[[προς]] το αριστερό [[χέρι]], [[προς]] την αριστερή [[κατεύθυνση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «η αριστερή [[πτέρυγα]] της βουλής» — η [[πτέρυγα]] της κοινοβουλευτικής αίθουσας όπου κάθεται η [[αντιπολίτευση]] και [[ιδίως]] τα ριζοσπαστικά κόμματα<br /><b>6.</b> «[[άκρα]] αριστερά» — οι επαναστατικότερες αριστερές παρατάξεις, οι εξτρεμιστές<br /><b>7.</b> «[[αριστερός]] [[γάμος]]» — ο [[μοργανατικός]] [[γάμος]], [[κατά]] τον οποίο παντρεύονται [[ένας]] άντρας αριστοκρατικής καταγωγής και μια [[γυναίκα]] από ταπεινότερα κοινωνικά στρώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προμηνύει [[κακό]] ή [[συμφορά]], ο [[δυσοίωνος]], ο [[απειλητικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπ' ἀριστερά» ή ([[απλώς]] η δοτ. ως επίρρ.) <i>τῷ ἀριστερῷ</i><br />λανθασμένα, όχι σωστά<br /><b>3.</b> (το ουδ. του πληθ. με τις προθέσεις <i>από</i>, <i>εις</i>, <i>επί</i> ως επίρρ.) [[προς]] την αριστερή [[κατεύθυνση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. σχηματίστηκε κατ' ευφημισμό (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευώνυμος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όνομα</i>) με την [[προσαρμογή]] του επιθήματος -<i>τερο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δεξιτερός]]) στον υπερθ. [[άριστος]] και κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[δεξιός]]. Οι όροι [[αριστερός]]-[[δεξιός]], γνωστοί ήδη από τον Όμηρο, συνδέθηκαν σημασιολογικά με την [[οιωνοσκοπία]], στην οποία επικρατούσε η [[αντίληψη]] ότι το [[πέταμα]] των πουλιών [[προς]] τη [[δεξιά]] [[πλευρά]] ήταν [[αίσιος]] [[οιωνός]], [[προμήνυμα]] ευτυχίας, εν αντιθέσει με το [[πέταμα]] [[προς]] τα αριστερά, που θεωρούνταν δυσοίωνο και [[προάγγελος]] συμφοράς. Ο όρος [[αριστερός]] απαντά κατ' ευφημισμό και σε άλλες γλώσσες<br /><b>[[πρβλ]].</b> σανσκρ. <i>san</i><i>ī</i><i>y</i><i>ā</i><i>n</i> «χρησιμότερος, [[αριστερός]]», λατ. <i>sinister</i> (πιθ. ευφημ.), αρχ. άνω γερμ. <i>winister</i>, ιταλ. <i>sinistro</i>, αβεστ. <i>vairyastar</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>vairya</i>- «ο [[άριστος]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αριστερίζω]], [[αριστερότης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α<i>'</i> συν θετικό) [[αριστεροστάτης]], <i>αριστερόχειρ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αριστερήνεμος]], [[αριστερόστροφος]]<br />(β<i>'</i> συνθετικό) [[επαρίστερος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφαρίστερος]], <i>εναρίστερος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀριστερός:''' -ά, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, Λατ. [[sinister]], προς, ἐπ' [[ἀριστερά]], δηλ. προς τα αριστερά, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐπ' ἀριστερὰ χειρός</i>, στο αριστερό [[χέρι]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐξ ἀριστερῆς χειρός</i>, από το αριστερό [[χέρι]], σε Ομήρ. Οδ.· ή απλά, <i>ἐξἀριστερᾶς</i>, σε Σοφ.· <i>ἐς ἀριστερήν</i>, <i>ἐν ἀριστερῇ</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., αυτός που προμηνύει [[κακό]], [[δυσοίωνος]], [[γιατί]] στον αρχαίο Έλληνα οιωνοσκόπο, που κοιτούσε προς το βορρά, οι κακοί οιωνοί έρχονταν από αριστερά, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}