3,277,121
edits
(6) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀρωγός]], -όν) [[αρήγω]]<br />ο [[βοηθός]], αυτός που συντρέχει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χρήσιμος]], ο [[ωφέλιμος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[βοηθός]] στη [[μάχη]] ή [[συνήγορος]] στο δικαστήριο. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀρωγός]], -όν) [[αρήγω]]<br />ο [[βοηθός]], αυτός που συντρέχει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χρήσιμος]], ο [[ωφέλιμος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[βοηθός]] στη [[μάχη]] ή [[συνήγορος]] στο δικαστήριο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρωγός:''' -όν ([[ἀρήγω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βοηθητικός]], [[εξυπηρετικός]], [[ευνοϊκός]], [[χρήσιμος]], <i>τινι</i>, σε Αισχύλ.· απόλ., στον ίδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ωφέλιμος]], [[βοηθητικός]] σε, σε Αισχύλ., Σοφ.· [[πρός]] τι, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[βοηθός]], [[επίκουρος]], [[ιδίως]] στη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[συνήγορος]] υπεράσπισης, [[δικηγόρος]], στο ίδ. | |||
}} | }} |