Anonymous

ἀπόπειρα: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀπόπειρα]])<br />δοκιμαστική [[ενέργεια]], [[προσπάθεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[πράξη]] που επιχειρείται με τον δόλο τέλεσης κακουργήματος ή πλημμελήματος και περιέχει [[τουλάχιστον]] [[αρχή]] εκτέλεσης του εγκλήματος, το οποίο όμως δεν πραγματώθηκε πλήρως<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[απόπειρα]] συμβιβασμού» (για συζύγους που βρίσκονται σε [[διάσταση]])<br />β) «[[απόπειρα]] αυτοκτονίας».
|mltxt=η (AM [[ἀπόπειρα]])<br />δοκιμαστική [[ενέργεια]], [[προσπάθεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[πράξη]] που επιχειρείται με τον δόλο τέλεσης κακουργήματος ή πλημμελήματος και περιέχει [[τουλάχιστον]] [[αρχή]] εκτέλεσης του εγκλήματος, το οποίο όμως δεν πραγματώθηκε πλήρως<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[απόπειρα]] συμβιβασμού» (για συζύγους που βρίσκονται σε [[διάσταση]])<br />β) «[[απόπειρα]] αυτοκτονίας».
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόπειρα:''' ἡ, [[δοκιμή]], [[εγχείρημα]], [[τόλμημα]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}