Anonymous

ἀποτίνω: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. -τίω (Α [[ἀποτίνω]] κ. -τίω) [[τίνω]]<br />[[πληρώνω]], [[αποδίδω]] [[κάτι]] που οφείλεται<br />(«ἀπέτισαν [[φόρον]] [[τιμῆς]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τιμωρούμαι, [[πληρώνω]] για [[κάτι]] που έχω κάνει<br /><b>2.</b> [[τιμωρώ]]<br /><b>3.</b> εκδικούμαι, [[παίρνω]] [[εκδίκηση]].
|mltxt=κ. -τίω (Α [[ἀποτίνω]] κ. -τίω) [[τίνω]]<br />[[πληρώνω]], [[αποδίδω]] [[κάτι]] που οφείλεται<br />(«ἀπέτισαν [[φόρον]] [[τιμῆς]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τιμωρούμαι, [[πληρώνω]] για [[κάτι]] που έχω κάνει<br /><b>2.</b> [[τιμωρώ]]<br /><b>3.</b> εκδικούμαι, [[παίρνω]] [[εκδίκηση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποτίνω:''' [ῑ] σε Επικ., ῐ σε Αττ.], Επικ. απαρ. <i>-τινέμεν</i>· μέλ. -[[τίσω]] [ῑ]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πληρώνω]] [[κάτι]] σε κάποιον αντί ποινής, ως [[πρόστιμο]] ή [[αντιστάθμισμα]] για [[κάτι]], [[ανταποδίδω]] τα οφειλόμενα ή την [[ευεργεσία]], <i>τί τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[πληρώνω]] για ό,τι έχω κάνει ή πει, <i>τι</i>, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.· απόλ., εξιλεώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[αποπληρώνω]], [[πληρώνω]] εξ ολοκλήρου, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>ἀποτίνομαι</i> και [[ἀποτίνυμαι]]· μέλ. <i>-τίσομαι</i>· [[λαμβάνω]] «[[πληρωμή]]», [[ανταπόδοση]] από κάποιον για [[κάτι]] που έχει διαπράξει εις [[βάρος]] μου, [[εισπράττω]] την [[ποινή]] ή [[απαιτώ]] την [[καταδίκη]], την [[τιμωρία]] ενός ανθρώπου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[δίκην]], σε υρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., <i>ἀποτίσασθαί τινα</i>, εκδικούμαι, [[τιμωρώ]] κάποιον, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., [[παίρνω]] [[εκδίκηση]] για [[κάτι]], [[επιβάλλω]] [[αντίποινα]] γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.· έτσι, με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ.· απόλ., εκδικούμαι, σε Θέογν.
}}
}}