Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποτίνω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποτίνω:''' [ῑ] σε Επικ., ῐ σε Αττ.], Επικ. απαρ. <i>-τινέμεν</i>· μέλ. -[[τίσω]] [ῑ]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πληρώνω]] [[κάτι]] σε κάποιον αντί ποινής, ως [[πρόστιμο]] ή [[αντιστάθμισμα]] για [[κάτι]], [[ανταποδίδω]] τα οφειλόμενα ή την [[ευεργεσία]], <i>τί τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[πληρώνω]] για ό,τι έχω κάνει ή πει, <i>τι</i>, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.· απόλ., εξιλεώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[αποπληρώνω]], [[πληρώνω]] εξ ολοκλήρου, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>ἀποτίνομαι</i> και [[ἀποτίνυμαι]]· μέλ. <i>-τίσομαι</i>· [[λαμβάνω]] «[[πληρωμή]]», [[ανταπόδοση]] από κάποιον για [[κάτι]] που έχει διαπράξει εις [[βάρος]] μου, [[εισπράττω]] την [[ποινή]] ή [[απαιτώ]] την [[καταδίκη]], την [[τιμωρία]] ενός ανθρώπου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[δίκην]], σε υρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., <i>ἀποτίσασθαί τινα</i>, εκδικούμαι, [[τιμωρώ]] κάποιον, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., [[παίρνω]] [[εκδίκηση]] για [[κάτι]], [[επιβάλλω]] [[αντίποινα]] γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.· έτσι, με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ.· απόλ., εκδικούμαι, σε Θέογν.
|lsmtext='''ἀποτίνω:''' [ῑ] σε Επικ., ῐ σε Αττ.], Επικ. απαρ. <i>-τινέμεν</i>· μέλ. -[[τίσω]] [ῑ]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πληρώνω]] [[κάτι]] σε κάποιον αντί ποινής, ως [[πρόστιμο]] ή [[αντιστάθμισμα]] για [[κάτι]], [[ανταποδίδω]] τα οφειλόμενα ή την [[ευεργεσία]], <i>τί τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[πληρώνω]] για ό,τι έχω κάνει ή πει, <i>τι</i>, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.· απόλ., εξιλεώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[αποπληρώνω]], [[πληρώνω]] εξ ολοκλήρου, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>ἀποτίνομαι</i> και [[ἀποτίνυμαι]]· μέλ. <i>-τίσομαι</i>· [[λαμβάνω]] «[[πληρωμή]]», [[ανταπόδοση]] από κάποιον για [[κάτι]] που έχει διαπράξει εις [[βάρος]] μου, [[εισπράττω]] την [[ποινή]] ή [[απαιτώ]] την [[καταδίκη]], την [[τιμωρία]] ενός ανθρώπου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[δίκην]], σε υρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., <i>ἀποτίσασθαί τινα</i>, εκδικούμαι, [[τιμωρώ]] κάποιον, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., [[παίρνω]] [[εκδίκηση]] για [[κάτι]], [[επιβάλλω]] [[αντίποινα]] γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.· έτσι, με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ.· απόλ., εκδικούμαι, σε Θέογν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποτίνω:''' (эп. ῑ, атт. ῐ; эп. inf. ἀποτῑνέμεν - fut. ἀποτῑσέμεν)<br /><b class="num">1)</b> платить, уплачивать (μισθόν Xen.; ζημίην Her.; χρήματα Lys., Xen.; λειτουργίαν Dem.);<br /><b class="num">2)</b> отплачивать, воздавать, оказывать взамен (εὐεργεσίας, τιμήν τινι Hom.);<br /><b class="num">3)</b> платиться (за что-л.), нести наказание, искупать (ὑπερβασίην Hom.; [[αἷμα]] Aesch.; φόνον Eur.): [[παθεῖν]] ἢ ἀποτῖσαι Plat., Aeschin., Dem.; подвергнуться физическому наказанию или денежному штрафу;<br /><b class="num">4)</b> med. подвергать взысканию, карать: ἀ. τί τινος и τί τινι Hom. мстить за что-л. кому-л.; ἀ. ποινήν τινος Hom. карать за кого-л.; ἀ. ([[δίκην]]) τινα Hom., Eur., Xen.; карать кого-л.
}}
}}