Anonymous

ἀπονήχομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπονήχομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξεφεύγω]] κολυμπώντας, [[κολυμπώ]] [[μακριά]]<br /><b>2.</b> [[ξεφεύγω]].
|mltxt=[[ἀπονήχομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξεφεύγω]] κολυμπώντας, [[κολυμπώ]] [[μακριά]]<br /><b>2.</b> [[ξεφεύγω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπονήχομαι:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, αποθ., [[διαφεύγω]] κολυμπώντας, σώζομαι κολυμπώντας, σε Λουκ.
}}
}}