Anonymous

ἀπονήχομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπονήχομαι:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, αποθ., [[διαφεύγω]] κολυμπώντας, σώζομαι κολυμπώντας, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀπονήχομαι:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, αποθ., [[διαφεύγω]] κολυμπώντας, σώζομαι κολυμπώντας, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπονήχομαι:''' <b class="num">1)</b> спасаться вплавь, уплывать (πρὸς τὴν ναῦν Polyb.; [[πάλιν]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> выплывать (ἀπονήξασθαί τινος Plut.).
}}
}}