Anonymous

ἀποτμήγω: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποτμήγω]] (Α)<br />(επικ. τ. του [[αποτέμνω]]) [[αποκόπτω]], [[αποχωρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τμήγω]] («[[κόπτω]], [[σχίζω]]»), συνηθέστ. συνθ. με τις προθ. <i>από</i> και <i>διά</i>].
|mltxt=[[ἀποτμήγω]] (Α)<br />(επικ. τ. του [[αποτέμνω]]) [[αποκόπτω]], [[αποχωρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τμήγω]] («[[κόπτω]], [[σχίζω]]»), συνηθέστ. συνθ. με τις προθ. <i>από</i> και <i>διά</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποτμήγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, Επικ. αντί ἀπο-[[τέμνω]]·<br /><b class="num">1.</b> [[αποκόπτω]] από, <i>τινά τινός</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποκόπτω]], [[αποσχίζω]], [[αποχωρίζω]], στο ίδ.· κλιτῦς [[ἀποτμήγω]], [[διαχωρίζω]] ή [[διασχίζω]] τις πλαγιές ενός βουνού, στο ίδ.
}}
}}