ἀνωφέλητος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνωφέλητος]] -ον)<br /><b>1.</b> [[ανώφελος]], [[άχρηστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί ή δεν θέλει να ωφεληθεί από [[κάτι]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνωφέλητος]] -ον)<br /><b>1.</b> [[ανώφελος]], [[άχρηστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί ή δεν θέλει να ωφεληθεί από [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνωφέλητος:''' -ον ([[ὠφελέω]]), [[ανωφελής]], [[μάταιος]], [[άχρηστος]], σε Σοφ.· <i>τινι</i>, σε κάποιον, σε Αισχύλ.
}}
}}