3,274,216
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνωφέλητος]] -ον)<br /><b>1.</b> [[ανώφελος]], [[άχρηστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί ή δεν θέλει να ωφεληθεί από [[κάτι]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνωφέλητος]] -ον)<br /><b>1.</b> [[ανώφελος]], [[άχρηστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί ή δεν θέλει να ωφεληθεί από [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνωφέλητος:''' -ον ([[ὠφελέω]]), [[ανωφελής]], [[μάταιος]], [[άχρηστος]], σε Σοφ.· <i>τινι</i>, σε κάποιον, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |