ἀνωφέλητος

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνωφέλητος Medium diacritics: ἀνωφέλητος Low diacritics: ανωφέλητος Capitals: ΑΝΩΦΕΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anōphélētos Transliteration B: anōphelētos Transliteration C: anofelitos Beta Code: a)nwfe/lhtos

English (LSJ)

ἀνωφέλητον,
A unprofitable, useless, τινί to one, A. Ch.752: abs., S.Ant.645, El.1144; γῆ X.Cyr.1.6.11.
II helpless, ἄνθρωπος Eup.377; ἀ. καὶ θεοῖς ἐχθρός Stratt.9 D.

Spanish (DGE)

-ον
1 inútil ἐμοί A.Ch.752, ἀ. καὶ θεοῖς ἐχθρός Stratt.71c
abs. τέκνα S.Ant.645, τροφή S.El.1144, γῆ X.Cyr.1.6.11.
2 desvalido ἄνθρωπος Eup.377.

German (Pape)

[Seite 269] 1) nicht genutzt, unbenutzt, z. B. ein unbestellter Acker, Xen. Cyr. 1, 6, 11. – 2) nach Phryn. B. A. 24 ἰδίως ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου ἢ μὴ βουλομένου ὠφεληθῆναι; bei Eupolis ἄνθρωπος, hoffnungslos, dem nichtzu helfen ist, οἱ δὲ πολλοὶ ἐπὶ τοῦ μὴ ὠφελεῖν θέλοντος ἢ δυναμένου; nutzlos, ἀνωφέλητα τλῆναι Aesch. Ch. 741; nichtsnutzig, Soph. Ant. 645; fruchtlos, vergeblich, El. 1144.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne procure aucun profit.
Étymologie: , ὠφελέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνωφέλητος:
1 неиспользуемый, не приносящий пользы (γῆ Xen.);
2 бесполезный, бесплодный, напрасный (τροφή Soph.): ἀνωφέλητα τλῆναι Aesch. напрасно страдать;
3 негодный (τέκνα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνωφέλητος: -ον, ἀνωφελής, μάταιος, ἄχρηστος, τινί, εἴς τινα Αἰσχύλ. Χ. 752· ἀπολ., Σοφ. Ἀντ. 645, Ἠλ. 1144· γῆ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 11. ΙΙ. ἀνωφ. ἄνθρωπος, «ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου ἢ μὴ βουλομένου ὠφεληθῆναι», Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 87 (Α. Β. 4, 24).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνωφέλητος -ον)
1. ανώφελος, άχρηστος
2. αυτός που δεν μπορεί ή δεν θέλει να ωφεληθεί από κάτι.

Greek Monotonic

ἀνωφέλητος: -ον (ὠφελέω), ανωφελής, μάταιος, άχρηστος, σε Σοφ.· τινι, σε κάποιον, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὠφελέω
unprofitable, useless, Soph.; τινι to one, Aesch.

English (Woodhouse)

ineffectual, useless, vain

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)