Anonymous

ἀσεβέω: Difference between revisions

From LSJ
3
(T22)
(3)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἀσεβω; 1st aorist ἠσέβησα; ([[ἀσεβής]], [[which]] [[see]]); from ([[Aeschylus]]), [[Xenophon]], and [[Plato]] [[down]]; to be [[ungodly]], [[act]] [[impiously]]: ἀσεβεῖν ἔργα ἀσεβείας (Treg. brackets ἀσεβείας) Winer s Grammar, 222 (209); (Buttmann, 149 (130)). (Equivalent to פָּשַׁע , רָשַׁע , Daniel 9:5.)  
|txtha=ἀσεβω; 1st aorist ἠσέβησα; ([[ἀσεβής]], [[which]] [[see]]); from ([[Aeschylus]]), [[Xenophon]], and [[Plato]] [[down]]; to be [[ungodly]], [[act]] [[impiously]]: ἀσεβεῖν ἔργα ἀσεβείας (Treg. brackets ἀσεβείας) Winer s Grammar, 222 (209); (Buttmann, 149 (130)). (Equivalent to פָּשַׁע , רָשַׁע , Daniel 9:5.)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσεβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[ασεβής]], βλασφημώ, [[προσβάλλω]] τους θεούς, <i>εἰς τινα</i> ή <i>εἴς τι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[περί]] τινα ή <i>τι</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., αμαρτάνω, σε Αισχύλ.· απ' όπου σε Παθ., ἠσέβηται [[οὐδέν]], κανένα [[αμάρτημα]] δεν έχει διαπραχθεί, σε Ανδοκ.
}}
}}