3,274,159
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀσεβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[ασεβής]], βλασφημώ, [[προσβάλλω]] τους θεούς, <i>εἰς τινα</i> ή <i>εἴς τι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[περί]] τινα ή <i>τι</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., αμαρτάνω, σε Αισχύλ.· απ' όπου σε Παθ., ἠσέβηται [[οὐδέν]], κανένα [[αμάρτημα]] δεν έχει διαπραχθεί, σε Ανδοκ. | |lsmtext='''ἀσεβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[ασεβής]], βλασφημώ, [[προσβάλλω]] τους θεούς, <i>εἰς τινα</i> ή <i>εἴς τι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[περί]] τινα ή <i>τι</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., αμαρτάνω, σε Αισχύλ.· απ' όπου σε Παθ., ἠσέβηται [[οὐδέν]], κανένα [[αμάρτημα]] δεν έχει διαπραχθεί, σε Ανδοκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσεβέω:''' <b class="num">1)</b> быть нечестивым, кощунствовать (εἰς τὸν θεόν Eur.; [[περι]] τὰ ἱρά и ἐς τὸν νηόν Her.; πρὸς τὰ [[θεῖα]] Xen.; περὶ τὼ θεώ Plut.; λόγοις καὶ ἔργοις Plat.);<br /><b class="num">2)</b> кощунственно оскорблять (θεόν Aesch., Plut., Diod.): τὰ ἠσεβημένα [[ἱερά]] Plut. поруганные святыни, но τὰ ἠσεβημένα Lys., Aesch. нечестивые поступки: ἀ. [[ἀσέβημα]] Plat. совершать нечестивый поступок. | |||
}} | }} |