Anonymous

ἀσεβέω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσεβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[ασεβής]], βλασφημώ, [[προσβάλλω]] τους θεούς, <i>εἰς τινα</i> ή <i>εἴς τι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[περί]] τινα ή <i>τι</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., αμαρτάνω, σε Αισχύλ.· απ' όπου σε Παθ., ἠσέβηται [[οὐδέν]], κανένα [[αμάρτημα]] δεν έχει διαπραχθεί, σε Ανδοκ.
|lsmtext='''ἀσεβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[ασεβής]], βλασφημώ, [[προσβάλλω]] τους θεούς, <i>εἰς τινα</i> ή <i>εἴς τι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[περί]] τινα ή <i>τι</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., αμαρτάνω, σε Αισχύλ.· απ' όπου σε Παθ., ἠσέβηται [[οὐδέν]], κανένα [[αμάρτημα]] δεν έχει διαπραχθεί, σε Ανδοκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσεβέω:''' <b class="num">1)</b> быть нечестивым, кощунствовать (εἰς τὸν θεόν Eur.; [[περι]] τὰ ἱρά и ἐς τὸν νηόν Her.; πρὸς τὰ [[θεῖα]] Xen.; περὶ τὼ θεώ Plut.; λόγοις καὶ ἔργοις Plat.);<br /><b class="num">2)</b> кощунственно оскорблять (θεόν Aesch., Plut., Diod.): τὰ ἠσεβημένα [[ἱερά]] Plut. поруганные святыни, но τὰ ἠσεβημένα Lys., Aesch. нечестивые поступки: ἀ. [[ἀσέβημα]] Plat. совершать нечестивый поступок.
}}
}}