Anonymous

ἀτριβής: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀτριβής]], -ές (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει υποστεί [[τριβή]]<br /><b>2.</b> (για τόπους) [[δίχως]] «τρίβον», [[αδιάβατος]]<br /><b>3.</b> (για δρόμους) αυτός που δεν χρησιμοποιείται πολύ, [[απάτητος]]<br /><b>4.</b> [[αμεταχείριστος]], [[πρόσφατος]]<br /><b>5.</b> (για τον τράχηλο ζώου) που δεν φέρει [[ζυγό]]<br /><b>6.</b> μη εξασκημένος σε [[κάτι]], [[αγύμναστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τρίβώ</i>].
|mltxt=[[ἀτριβής]], -ές (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει υποστεί [[τριβή]]<br /><b>2.</b> (για τόπους) [[δίχως]] «τρίβον», [[αδιάβατος]]<br /><b>3.</b> (για δρόμους) αυτός που δεν χρησιμοποιείται πολύ, [[απάτητος]]<br /><b>4.</b> [[αμεταχείριστος]], [[πρόσφατος]]<br /><b>5.</b> (για τον τράχηλο ζώου) που δεν φέρει [[ζυγό]]<br /><b>6.</b> μη εξασκημένος σε [[κάτι]], [[αγύμναστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τρίβώ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτρῐβής:''' -ές ([[τρίβω]]), αυτός που δεν τρίβεται· για τόπους, [[άβατος]], [[αδιάβατος]], σε Θουκ.· λέγεται για δρόμους, μη πατημένος ή χρησιμοποιούμενος, σε Ξεν.· γενικά, [[πρόσφατος]], [[νέος]], Λατ. [[integer]], στον ίδ.
}}
}}