3,271,364
edits
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀτρεμής]], -ές (AM) [[τρέμω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν τρέμει, [[ακίνητος]]<br /><b>2.</b> [[ήρεμος]], [[ατάραχος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀτρεμές</i><br />[[ηρεμία]], [[ησυχία]]. | |mltxt=[[ἀτρεμής]], -ές (AM) [[τρέμω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν τρέμει, [[ακίνητος]]<br /><b>2.</b> [[ήρεμος]], [[ατάραχος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀτρεμές</i><br />[[ηρεμία]], [[ησυχία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀτρεμής:''' -ές ([[τρέμω]]), αυτός που δεν τρέμει, [[ακίνητος]], σε Πλάτ., Ξεν.· επίρρ. <i>ἀτρεμέως</i>, σε Θέογν. | |||
}} | }} |