Anonymous

ἀτρεμής: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀτρεμής]], -ές (AM) [[τρέμω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν τρέμει, [[ακίνητος]]<br /><b>2.</b> [[ήρεμος]], [[ατάραχος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀτρεμές</i><br />[[ηρεμία]], [[ησυχία]].
|mltxt=[[ἀτρεμής]], -ές (AM) [[τρέμω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν τρέμει, [[ακίνητος]]<br /><b>2.</b> [[ήρεμος]], [[ατάραχος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀτρεμές</i><br />[[ηρεμία]], [[ησυχία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτρεμής:''' -ές ([[τρέμω]]), αυτός που δεν τρέμει, [[ακίνητος]], σε Πλάτ., Ξεν.· επίρρ. <i>ἀτρεμέως</i>, σε Θέογν.
}}
}}