3,271,357
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀτρεμής:''' -ές ([[τρέμω]]), αυτός που δεν τρέμει, [[ακίνητος]], σε Πλάτ., Ξεν.· επίρρ. <i>ἀτρεμέως</i>, σε Θέογν. | |lsmtext='''ἀτρεμής:''' -ές ([[τρέμω]]), αυτός που δεν τρέμει, [[ακίνητος]], σε Πλάτ., Ξεν.· επίρρ. <i>ἀτρεμέως</i>, σε Θέογν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτρεμής:''' неподвижный, спокойный (φάσματα Plat.; [[ὄμμα]] Xen.; [[δόρυ]] Polyb.). | |||
}} | }} |