Anonymous

ἄσκοπος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (AM [[ἄσκοπος]], -ον) [[σκοπώ]] (-<i>έω</i>)]<br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] σκοπό, ο [[ανώφελος]]<br /><b>2.</b> ο [[απερίσκεπτος]], ο [[απρόσεκτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αθέατος]], ο [[αόρατος]]<br /><b>2.</b> ο [[απροσδόκητος]]<br /><b>3.</b> ο ατελείωτος, αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί ή να υπολογιστεί.———————— <b>(II)</b><br />[[ἄσκοπος]], -ον (Α) [[σκοπός]]]]<br />αυτός ο [[οποίος]] δεν πετυχαίνει τον στόχο («ἄσκοπα βέλη», «ἀσκόπους λόγους ῥίπτειν»).
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (AM [[ἄσκοπος]], -ον) [[σκοπώ]] (-<i>έω</i>)]<br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] σκοπό, ο [[ανώφελος]]<br /><b>2.</b> ο [[απερίσκεπτος]], ο [[απρόσεκτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αθέατος]], ο [[αόρατος]]<br /><b>2.</b> ο [[απροσδόκητος]]<br /><b>3.</b> ο ατελείωτος, αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί ή να υπολογιστεί.———————— <b>(II)</b><br />[[ἄσκοπος]], -ον (Α) [[σκοπός]]]]<br />αυτός ο [[οποίος]] δεν πετυχαίνει τον στόχο («ἄσκοπα βέλη», «ἀσκόπους λόγους ῥίπτειν»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄσκοπος:''' -ον ([[σκοπέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[απερίσκεπτος]], [[άστοχος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[απρόσεκτος]] σ' ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., [[αόρατος]], [[αθέατος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν μπορεί να γίνει [[ορατός]], ακατανότος, [[ασαφής]], [[σκοτεινός]], σε Αισχύλ., Σοφ.· [[ακατανόητος]], [[ανυπολόγιστος]], στο ίδ.<br /><b class="num">• [[ἄσκοπος]]:</b> -ον ([[σκοπός]]), [[άσκοπος]], [[μάταιος]], [[τυχαίος]], σε Λουκ.
}}
}}