Anonymous

ἀργυρεύω: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀργυρεύω]], (Α) [[άργυρος]]<br />[[σκάβω]] για να βρω άργυρο.
|mltxt=[[ἀργυρεύω]], (Α) [[άργυρος]]<br />[[σκάβω]] για να βρω άργυρο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀργῠρεύω:''' μέλ. του <i>-σω</i>, [[σκάβω]] για να βρω [[ασήμι]], σε Στράβ.
}}
}}