Anonymous

αὐθιγενής: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐθιγενής]] και <b>ιων. τ.</b> [[αὐτιγενής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[αυτόχθονας]], [[γηγενής]]<br /><b>2.</b> (για προϊόντα) [[εγχώριος]], [[ντόπιος]]<br /><b>3.</b> (για νερά) αυτό που αναβλύζει επί τόπου, που δεν έρχεται από [[άλλη]] [[πηγή]]<br /><b>4.</b> [[γνήσιος]], [[ειλικρινής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>επίρρ.</b> [[αύθι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[γηγενής]])].
|mltxt=[[αὐθιγενής]] και <b>ιων. τ.</b> [[αὐτιγενής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[αυτόχθονας]], [[γηγενής]]<br /><b>2.</b> (για προϊόντα) [[εγχώριος]], [[ντόπιος]]<br /><b>3.</b> (για νερά) αυτό που αναβλύζει επί τόπου, που δεν έρχεται από [[άλλη]] [[πηγή]]<br /><b>4.</b> [[γνήσιος]], [[ειλικρινής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>επίρρ.</b> [[αύθι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[γηγενής]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐθιγενής:''' Ιων. αὐτιγ-, -ές ([[γίγνομαι]]), γεννημένος στη [[στιγμή]], αυτόχθων, [[εντόπιος]], Λατ. [[indigena]], σε Ηρόδ.· <i>αὐθιγενεῖς ποταμοί</i>, αυτοί που έχουν τις πηγές τους στη [[χώρα]], στον ίδ.· [[ὕδωρ]] αὐτιγενές, [[φυσική]] [[πηγή]], στον ίδ.· [[αυθεντικός]], [[ιθαγενής]], [[γνήσιος]], σε Ευρ.
}}
}}