Anonymous

αὐθιγενής: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐθιγενής:''' Ιων. αὐτιγ-, -ές ([[γίγνομαι]]), γεννημένος στη [[στιγμή]], αυτόχθων, [[εντόπιος]], Λατ. [[indigena]], σε Ηρόδ.· <i>αὐθιγενεῖς ποταμοί</i>, αυτοί που έχουν τις πηγές τους στη [[χώρα]], στον ίδ.· [[ὕδωρ]] αὐτιγενές, [[φυσική]] [[πηγή]], στον ίδ.· [[αυθεντικός]], [[ιθαγενής]], [[γνήσιος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''αὐθιγενής:''' Ιων. αὐτιγ-, -ές ([[γίγνομαι]]), γεννημένος στη [[στιγμή]], αυτόχθων, [[εντόπιος]], Λατ. [[indigena]], σε Ηρόδ.· <i>αὐθιγενεῖς ποταμοί</i>, αυτοί που έχουν τις πηγές τους στη [[χώρα]], στον ίδ.· [[ὕδωρ]] αὐτιγενές, [[φυσική]] [[πηγή]], στον ίδ.· [[αυθεντικός]], [[ιθαγενής]], [[γνήσιος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐθῐγενής:''' <b class="num">I</b> ион. [[αὐτιγενής]]<br /><b class="num">1)</b> местного происхождения, местный, туземный ([[θεός]] Her.); αὐτιγενέες ποταμοὶ Σκυθικοί Her. собственно скифские реки (т. е. берущие начало в самой Скифии);<br /><b class="num">2)</b> самобытный, своеобразный ([[βίος]] αὐ. καὶ [[ἄκρατος]] ἀλλοτρίοις ἤθεσι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> искренний ([[ἰάλεμος]] Eur.).<br /><b class="num">[[αὐθιγενής]]:</b> <b class="num">II</b> οῦς ὁ местный житель, туземец (ξένοι, αὐ. δὲ [[οὐδείς]] Luc.).
}}
}}