Anonymous

ἀρτιπαγής: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτιπαγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που στερεώθηκε [[πριν]] από λίγο, ο [[μόλις]] τοποθετημένος<br /><b>2.</b> (για [[τυρί]]) αυτό που [[μόλις]] έπηξε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[απαγής]], [[συμπαγής]])].
|mltxt=[[ἀρτιπαγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που στερεώθηκε [[πριν]] από λίγο, ο [[μόλις]] τοποθετημένος<br /><b>2.</b> (για [[τυρί]]) αυτό που [[μόλις]] έπηξε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[απαγής]], [[συμπαγής]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτιπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που τοποθετείται ή κατασκευάζεται, στερεώνεται ακριβώς, σε Θεόκρ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει υποστεί [[πήξιμο]] [[πριν]] από λίγο, φρεσκοπηγμένος, στον ίδ.
}}
}}