Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀρτιπαγής

From LSJ

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτῐπᾰγής Medium diacritics: ἀρτιπαγής Low diacritics: αρτιπαγής Capitals: ΑΡΤΙΠΑΓΗΣ
Transliteration A: artipagḗs Transliteration B: artipagēs Transliteration C: artipagis Beta Code: a)rtipagh/s

English (LSJ)

ἀρτιπαγές,
A just put together or just made, στάλικες Theoc.Ep.3; ναῦς AP9.32; σκῆνος Them.Or.4.6ca.
II freshly coagulated, ἁλὶ τυρός AP9.412 (Phld.).

Spanish (DGE)

(ἀρτῐπᾰγής) -ές
1 recién armado o recién montado στόλικες de las estacas para montar redes de caza, Theoc.Ep.3, cf. Nonn.D.40.458, σκῆνος Them.Or.4.60a, ναῦς AP 9.32.
2 recién cuajado τυρός AP 9.412 (Phld.), Longus 4.14.1.

German (Pape)

[Seite 362] ές, 1) eben befestigt, στάλικες Theocr. ep. 3 (IX, 338); eben zusammengefügt, neugebaut, ναῦς, Ep. ad. 434 (IX, 32). – 2) frisch geronnen, τυρός Long.; ἁλίτυρος Philod. 80 (IX, 412).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 nouvellement planté;
2 récemment construit;
3 nouvellement caillé, frais.
Étymologie: ἄρτι, πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιπᾰγής:
1 недавно построенный (ναῦς Anth.);
2 недавно воткнутый (στάλικες Theocr.);
3 недавно свернувшийся, т. е. свежий (ἁλίτυρος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιπᾰγής: -ές, ὁ ἄρτι παγείς, στερεωθείς, κατασκευασθεὶς στάλικες Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3· ναῦς Ἀνθ. Π. 9. 32. ΙΙ. ἐπὶ τυροῦ, ὁ ἄρτι πεπηγώς, ὅστις «ἔπηξε» πρὸ ὀλίγου, Λατ. recens coactus, ἁλίτῡρος Ἀνθ. Π. 9. 412.

Greek Monolingual

ἀρτιπαγής, -ές (Α)
1. αυτός που στερεώθηκε πριν από λίγο, ο μόλις τοποθετημένος
2. (για τυρί) αυτό που μόλις έπηξε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. απαγής, συμπαγής)].

Greek Monotonic

ἀρτιπᾰγής: -ές (πήγνυμι),
I. αυτός που τοποθετείται ή κατασκευάζεται, στερεώνεται ακριβώς, σε Θεόκρ., Ανθ.
II. αυτός που έχει υποστεί πήξιμο πριν από λίγο, φρεσκοπηγμένος, στον ίδ.

Middle Liddell

πήγνυμι
I. just put together or made, Theocr., Anth.
II. freshly coagulated, Anth.