Anonymous

ἀτέρμων: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (Α [[ἀτέρμων]], -ον) [[τέρμα]]<br />ο [[χωρίς]] [[τέρμα]], [[ατέλειωτος]] («ατέρμονες συζητήσεις», «[[ἀτέρμων]] [[αἰών]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> υπερβολικά [[μεγάλος]]<br /><b>2.</b> ο [[χωρίς]] [[αρχή]] και [[τέλος]], [[κυκλοτερής]] ή κινούμενος κυκλοτερώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ἀτέρμων]] [[πέπλος]]» — [[πέπλος]] [[αδιέξοδος]], ραμμένος στον λαιμό (<b>Αισχ.</b>)<br /><b>2.</b> «ἐνόπτρων ἀτέρμονες αὐγαί» — οι αναρίθμητες ακτίνες του καθρέφτη.
|mltxt=-ον (Α [[ἀτέρμων]], -ον) [[τέρμα]]<br />ο [[χωρίς]] [[τέρμα]], [[ατέλειωτος]] («ατέρμονες συζητήσεις», «[[ἀτέρμων]] [[αἰών]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> υπερβολικά [[μεγάλος]]<br /><b>2.</b> ο [[χωρίς]] [[αρχή]] και [[τέλος]], [[κυκλοτερής]] ή κινούμενος κυκλοτερώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ἀτέρμων]] [[πέπλος]]» — [[πέπλος]] [[αδιέξοδος]], ραμμένος στον λαιμό (<b>Αισχ.</b>)<br /><b>2.</b> «ἐνόπτρων ἀτέρμονες αὐγαί» — οι αναρίθμητες ακτίνες του καθρέφτη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτέρμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, ([[τέρμα]]) αυτός που δεν έχει όρια· [[ἀτέρμων]] [[πέπλος]], αυτός που δεν έχει [[τέλος]], [[αναρίθμητος]], σε Αισχύλ.· <i>ἀτέρμονες αὐγαί</i>, οι πολυάριθμες ακτίνες του καθρέφτη, σε Ευρ.
}}
}}