3,274,313
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀτέρμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, ([[τέρμα]]) αυτός που δεν έχει όρια· [[ἀτέρμων]] [[πέπλος]], αυτός που δεν έχει [[τέλος]], [[αναρίθμητος]], σε Αισχύλ.· <i>ἀτέρμονες αὐγαί</i>, οι πολυάριθμες ακτίνες του καθρέφτη, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀτέρμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, ([[τέρμα]]) αυτός που δεν έχει όρια· [[ἀτέρμων]] [[πέπλος]], αυτός που δεν έχει [[τέλος]], [[αναρίθμητος]], σε Αισχύλ.· <i>ἀτέρμονες αὐγαί</i>, οι πολυάριθμες ακτίνες του καθρέφτη, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτέρμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> бесконечный ([[αἰών]] Arst.): ἀ. [[πέπλος]] Aesch. наглухо зашитое платье;<br /><b class="num">2)</b> бесчисленный (ἐνόπτρων αὐγαί Eur.). | |||
}} | }} |