Anonymous

ἀχάλινος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀχάλινος]], -ον (Α) [[χαλινός]]<br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] [[χαλινάρι]], ο [[ανεξέλεγκτος]]<br />α) «ἀχάλινα στόματα» <br />β) «ἀχάλινα λέγειν» — το να μιλάει [[κανείς]] άκριτα, ανεξέλεγκτα)<br /><b>2.</b> [[αδωροδόκητος]], [[αδιάφθορος]].
|mltxt=[[ἀχάλινος]], -ον (Α) [[χαλινός]]<br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] [[χαλινάρι]], ο [[ανεξέλεγκτος]]<br />α) «ἀχάλινα στόματα» <br />β) «ἀχάλινα λέγειν» — το να μιλάει [[κανείς]] άκριτα, ανεξέλεγκτα)<br /><b>2.</b> [[αδωροδόκητος]], [[αδιάφθορος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀχάλῑνος:''' -ον, αυτός που δεν έχει [[χαλινάρι]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}