Anonymous

ἀχάλινος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀχάλῑνος:''' -ον, αυτός που δεν έχει [[χαλινάρι]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀχάλῑνος:''' -ον, αυτός που δεν έχει [[χαλινάρι]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχάλῑνος:''' (χᾰ) досл. невзнузданный ([[ἵππος]] Eur., Plut.); перен. разнузданный ([[στόμα]] Eur., Arph., Plat.).
}}
}}